δριμύτητα

δριμύτητα
η (AM δριμύτης)
1. οξύτητα γευστικών ουσιών
2. ορμητικότητα, σφοδρότητα
3. (για λόγο) δηκτικότητα, καυστικότητα
μσν.
ένταση
αρχ.
1. δολιότητα, πανουργία
2. ευφυΐα, οξύνοια
3. βλοσυρότητα, αυστηρότητα
4. (ρητ.) η χρησιμοποίηση εντυπωσιακών, κτυπητών λέξεων και φράσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δριμύτητα — η οξύτητα, αυστηρότητα, σφοδρότητα: Μας ξάφνιασε η δριμύτητα των λόγων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δριμύτητα — δρῑμύτητα , δριμύτης acridness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SAPOR, an a SAPUS — quod ab ὀπός? dixerunt autem Veteres ὁπὸν: seu sapum aut sapam, humorem illum arborum, qui vere ac autumnô abundat: an potius ab ὀπόρ? Sane Sapor, h. e. ἡ γεῦσις, ex succo et humore. Unde Saporem pro succo aliquando posuêre. Tibullus, l. 4. El. 4 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… …   Dictionary of Greek

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • αμαστίγωτος — η, ο (Α ἀμαστίγωτος, ον) [μαστιγῶ] αυτός που δεν μαστιγώθηκε, δεν χτυπήθηκε με μαστίγιο νεοελλ. αυτός που δεν επικρίθηκε με δριμύτητα …   Dictionary of Greek

  • αμφιμάχομαι — ἀμφιμάχομαι (Α) 1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ 2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • αψάδα — η [αψύς] 1. οξύτητα, δριμύτητα 2. το ευερέθιστο του χαρακτήρα, η οξυθυμία 3. σφοδρότητα …   Dictionary of Greek

  • αψότητα — και αψότης και αψότη, η [αψύς] 1. η δριμύτητα 2. (για μέταλλο) η ιδιότητα να είναι ακατέργαστο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”